- δελτάριον
- δελτάριον, το [δέλτος]η μικρή δέλτοςνεοελλ.1. «ταχυδρομικό δελτάριο» — μικρή ανοιχτή επιστολή σε λεπτό χαρτόνι2. «εικονογραφημένο δελτάριο» — ταχυδρομικό δελτάριο το οποίο έχει τη μία όψη εικονογραφημένηαρχ.είδος χειρουργικού εργαλείου.
Dictionary of Greek. 2013.